στέγαρχος

From LSJ
Revision as of 08:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέγαρχος Medium diacritics: στέγαρχος Low diacritics: στέγαρχος Capitals: ΣΤΕΓΑΡΧΟΣ
Transliteration A: stégarchos Transliteration B: stegarchos Transliteration C: stegarchos Beta Code: ste/garxos

English (LSJ)

ὁ,

   A master of the house, Hdt.1.133, Antiph.171.

German (Pape)

[Seite 932] ὁ, der Hausherr; Her. 1, 133; Antiphan. bei Poll. 10, 21, als Erklärung von σταθμοῦχος.

Greek (Liddell-Scott)

στέγαρχος: ὁ, οἰκοδεσπότης, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμβρίμῳ» 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maître de maison.
Étymologie: στέγη, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + -αρχος].

Greek Monotonic

στέγαρχος: ὁ (στέγη), κύριος του σπιτιού, νοικοκύρης, οικοδεσπότης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

στέγαρχος: ὁ хозяин дома Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέγαρχος -ου, ὁ [στέγη, ἄρχω] baas van het huis, heer der huizes.