συνθηρευτής

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηρευτής Medium diacritics: συνθηρευτής Low diacritics: συνθηρευτής Capitals: ΣΥΝΘΗΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: synthēreutḗs Transliteration B: synthēreutēs Transliteration C: synthireftis Beta Code: sunqhreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.

Greek Monotonic

συνθηρευτής: -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρευτής -οῦ, ὁ [συνθηρεύω] mede-jager, jachtgenoot.