συνεκλέγομαι

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκλέγομαι Medium diacritics: συνεκλέγομαι Low diacritics: συνεκλέγομαι Capitals: ΣΥΝΕΚΛΕΓΟΜΑΙ
Transliteration A: syneklégomai Transliteration B: syneklegomai Transliteration C: syneklegomai Beta Code: sunekle/gomai

English (LSJ)

Med.,

   A choose, select, Gal.11.362.    2 contract an illness, Luc.Ep.Sat.28 (v.l. συνελέξαντο).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλέγομαι: μέσ., λαμβάνω δι’ ἐμαυτὸν, «παίρνω» ἀσθένειαν, Λουκ. Κρον. Ἐπιστ. 28· διάφ. γραφ. συνελέξαντο.

Greek Monolingual

Α ἐκλέγω
1. εκλέγω κάτι μαζί με κάποιον
2. κολλώ, αρπάζω αρρώστια.

Greek Monolingual

Α ἐκλέγω
1. εκλέγω κάτι μαζί με κάποιον
2. κολλώ, αρπάζω αρρώστια.

Russian (Dvoretsky)

συνεκλέγομαι: досл. накоплять в себе, перен. приобретать: σ. φθόην Luc. заболевать чахоткой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεκλέγομαι [σύν, ἐκλέγω] oplopen (van ziektes).