σύνδοσις

From LSJ
Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδοσις Medium diacritics: σύνδοσις Low diacritics: σύνδοσις Capitals: ΣΥΝΔΟΣΙΣ
Transliteration A: sýndosis Transliteration B: syndosis Transliteration C: syndosis Beta Code: su/ndosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A effusion, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Hp.Aph.4.62.    2 transference of disease, ἐς πνεύμονα Aret.SA1.7, cf. CD2.2.    3 remission, Id.CA2.11.    4 influx of population, ἡ ἔξωθεν σ. Lyd.Mens.4.73.

German (Pape)

[Seite 1009] ἡ, = σύνοδος, ὑγρῶν Hippocrat., zw.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδοσις: ἡ, = συνδοσία, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 660, 6, κλπ. ΙΙ. ἔκχυσις, ὑγρῶν κατὰ κοιλίην Ἱππ. Ἀφορ. 1251˙ ἴδε Ermerins εἰς Ἀρεταῖον σ. 496.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυσησύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, ΜΑ, και αττ. τ. ξύνδοσις Α συνδίδωμι
μσν.
συνεισφορά, συνδοσία
αρχ.
1. διάχυσησύνδοσις ὑγρῶν κατὰ κοιλίην», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) μετάδοση («ἐς πνεύμονα ἡ ξύνδοσις», Αρετ.)
3. χαλάρωση
4. συρροή λαού, μαζική προσέλευση ανθρώπων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνδοσις -εως, ἡ [συνδίδωμι] afscheiding (van lichaamssappen). Hp.