συγκατέχω

From LSJ
Revision as of 13:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέχω Medium diacritics: συγκατέχω Low diacritics: συγκατέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: synkatéchō Transliteration B: synkatechō Transliteration C: sygkatecho Beta Code: sugkate/xw

English (LSJ)

   A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a.    II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέχω: сдерживать, удерживать (αὑτῷ, sc. τινα Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατέχω bij elkaar houden, bij... samenhouden, met acc. en dat.. ἔχοντας δὲ... μανίαν οὐδ ’ ἂν ὁ Κρόνος δύναιτο... ( αὐτοὺς ) συγκατέχειν αὑτῷ maar als ze in de greep zijn van waanzin dan zou zelfs Cronus ze niet bij zich kunnen vasthouden Plat. Crat. 404a.