συμμετίσχω

From LSJ
Revision as of 13:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετίσχω Medium diacritics: συμμετίσχω Low diacritics: συμμετίσχω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΙΣΧΩ
Transliteration A: symmetíschō Transliteration B: symmetischō Transliteration C: symmetischo Beta Code: summeti/sxw

English (LSJ)

=

   A συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.

German (Pape)

[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.

French (Bailly abrégé)

c. συμμετέχω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.

Greek Monotonic

συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.