συμπληγάς

From LSJ
Revision as of 13:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληγάς Medium diacritics: συμπληγάς Low diacritics: συμπληγάς Capitals: ΣΥΜΠΛΗΓΑΣ
Transliteration A: symplēgás Transliteration B: symplēgas Transliteration C: sympligas Beta Code: sumplhga/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A striking or dashing together, πέτραι Συμπληγάδες the clashing rocks, i.e. the Κυάνεαι νῆσοι, which were supposed to close in on all who sailed between them (also called συνδρομάδες), E.IT355, cf. Str.1.2.10, 3.2.12; Κυάνεαι σ. π. E.Med.1263 (lyr.); Συμπληγάδες (sc. πέτραι) ib.2, IT260,1389: sg., κυανέαν Συμπληγάδα ib.241; Ἄξενον . . ἐκπερᾶσαι ποντίαν Ξυμπληγάδα, of the passage out of the Euxine (ποντιᾶν Ξυμπληγάδων Herm.), Id.Andr.794 (lyr.).    II as Subst., collision, conflict, Arist.Mu.392b13, Him.Or. 19 tit.

German (Pape)

[Seite 988] άδος, ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, ποντίαν ξυμπληγάδα, Eur. Andr. 796, die συμπληγάδες νῆσοι od. πέτραι. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

συμπληγάς: -άδος, ἡ, ἡ ὁμοῦ πληττομένη, συγκρουομένη, ξυμπληγάδες πέτραι, αἱ συγκρουόμεναι πέτραι, δηλ. αἱ Κυάνεαι νῆσοι, περὶ ὧν ἐπιστεύετο ὅτι συνέκλειον πάντα ἐπιχειροῦντα νὰ πλεύσῃ διὰ μέσου αὐτῶν (ἐκαλοῦντο καὶ συνδρομάδες), Εὐρ. Ι. Τ. 355, Στράβ. 21, 149· Κυάνεαι σ. π. Εὐριπ. Μήδ. 1263· καὶ Ξυμπληγάδες (ἐξυπακ. πέτραι) αὐτόθι 2, Ι. Τ. 260, 1389 ― ἐν τῷ ἑνικῷ, γῆν κυανέαν Ξυμπληγάδα (Ald. κυανεᾶν Ξυμπληγάδων) αὐτόθι 242· Ἄξενον... ἐκπερᾶσαι ποντίαν Ξυμπληγάδα, ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ Εὐξείνου ἐξόδου (ὁ Herm. ποντιᾶν Ξυμπληγάδων), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 796. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σύγκρουσις, συμπλοκή, μάχη, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 10· συμπληγάδας ἐθνῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 23C.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
adj. qui s’entrechoque;
subst. αἱ Συμπληγάδες (πέτραι) les Symplégades, n. de deux roches à l’entrée du Bosphore, dans le Pont-Euxin, et qu’on croyait se rapprocher pour enserrer les navigateurs qui s’aventuraient entre elles.
Étymologie: σύν, πλήσσω.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
βλ. Συμπληγάδες.

Greek Monotonic

συμπληγάς: -άδος, ἡ (συμπλήσσω), αυτή που χτυπάει μαζί, που συγκρούει· ξυμπληγάδες πέτραι, συγκρουόμενες πέτρες, δηλ. οι Κυάνεαι νῆσοι, για τις οποίες πιστευόταν ότι έκλειναν ερμητικά παγιδεύοντας και συνθλίβονταις όσους έπλεαν ανάμεσά τους, σε Ευρ.· επίσης Συμπληγάδες (χωρίς το πέτραι), στον ίδ.· επίσης σε ενικ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συμπληγάς: άδος (ᾰδ) ἡ столкновение Arst.