συνεφέλκω

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφέλκω Medium diacritics: συνεφέλκω Low diacritics: συνεφέλκω Capitals: ΣΥΝΕΦΕΛΚΩ
Transliteration A: synephélkō Transliteration B: synephelkō Transliteration C: synefelko Beta Code: sunefe/lkw

English (LSJ)

aor. -είλκῠσα (cf. ἕλκω):—

   A draw after or along with one, Pl.Phd.80e, Ep.335b, Arist. de An.406b21:—Pass., to be drawn on together, Id.Ph.244a11; τῇ τοῦ ὅλου περιφορᾴ Id.Mete.341a2; to be drawn up also, Id.Pr.949a16, Thphr.CP4.13.5:—Med., much like Act., Hp.Mul.1.68, Phld. Mus.p.62 K., Ph.2.61, al., Plu.2.529c, Aret.SD1.13, Eun.VSp.498

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· ― σύρω κατόπιν μου ἢ πλησίον μου ὁμοῦ, Πλάτ. Φαίδων 80Ε, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3, 12. ― Παθ., σύρομαι ὁμοῦ ἢ πλησίον μετά τινος, τινι ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 8, Μετεωρ. 1. 3, 26· ὁμοῦ ἢ ὁμοίως ἐφέλκομαι, ἀνασύρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 27. 11· ― Μέσ., σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., Ἱππ. 617. 43, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, Πλούτ. 2. 5, 9C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

f. συνεγέλξω, ao. συνεφείλκυσα;
traîner ou entraîner ensemble;
Moy. συνεφέλκομαι traîner avec ou après soi.
Étymologie: σύν, ἐφέλκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
σύρω κάποιον ή κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέλκω «σύρω, τραβώ»].

Greek Monotonic

συνεφέλκω: αόρ. αʹ -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω), σύρω από κοινού κοντά μου ή κατόπιν μου, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εφέλκω met zich meetrekken.

Russian (Dvoretsky)

συνεφέλκω: (реже med.; fut. συνεφέλξω, aor. συνεφείλκῠσα) тянуть с (за) собою (τι Plat., Arst., Plut.): μηδέν τινος σ. Plat. не сохранять в себе никаких следов чего-л.