κάρδοπος
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
ἡ,
A kneading-trough, Eup.228 (pl.), Ar.Ra.1159; κ. πλατεῖα Pl.Phd.99b: generally, wooden vessel, Hom.Epigr.15.6; mortar, Nic.Th.527: Com. fem. καρδόπη, ἡ, coined by Ar.Nu.678.
German (Pape)
[Seite 1327] ἡ, Backtrog, Mulde, übh. ein aus einem Stücke Holz gehöhltes Gefäß; Hom. ep. 15, 6; Ar. Ran. 1157; = μάκτρα Nubb. 669; πλατεῖα Plat. Phaed. 99 b; Sp., wie Nic. Ther. 527, wo es einen Mörser bedeutet.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
huche à pétrir le pain.
Étymologie: DELG ?
Greek Monolingual
η (Α κάρδοπος και καρδόπη)
νεοελλ.
ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα του ψωμιού τών πληρωμάτων
αρχ.
1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα του ψωμιού, μάκτρα
2. επιγρ. ξύλινο αγγείο
3. το ιγδίον. το γουδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. καρδόπη είναι επινόημα του Αριστοφάνη στις Νεφέλες για τη δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].
Greek Monotonic
κάρδοπος: ἡ, σκαφίδι στο οποίο ζυμώνουν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάρδοπος: ἡ квашня, корыто Hom., Arph., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρδοπος -ου, ἡ, kom. καρδόπη -ης bakkerstrog.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: kneading-trough (Com., Pl., Hom. Epigr., Nic.; on the fem. gender cf. the instances in Schwyzer-Debrunner 34 n. 2; on the artificially rationalized καρδόπη [Ar. Nu. 678] ib. 28 n. 1).
Derivatives: Diminut. καρδόπιον (Delos IIa); καρδοπεῖον cover of a trough (H.; cod. -ιον), also muzzle (Ar. Fr. 301).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. By Grošelj Ź̀iva Ant. 1, 125 explained it from κραδάω. Fur. 257 n. 38 suggests Hitt. harduppi, meaning uncertain. No doubt a Pre-Greek word.