σκόνυζα
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ἡ, Att. for κόνυζα, Pherecr.167. σκοπαῖος,
A v. σκωπαῖος.
German (Pape)
[Seite 903] ἡ, att. statt κόνυζα, Pherecrat. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκόνυζα: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ κόνυζα, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 15, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
είδος φυτού, η κόνυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κόνυζα (βλ. λ. κόνυζα)].
Frisk Etymological English
See also: s. κόνυζα.