ὀκωχή
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
ἡ,
A hold, stay, EM596.50 :
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, Stütze, Halt, Gramm.
Greek Monolingual
ὀκωχή, ἡ (Α)
(αντί ὄχή) στήριγμα, υποστήριξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: arrest, hold (EM).
Derivatives: ὀκώχ-ιμος bound (Cyrene IVa; after ἀγώγιμος?, Arbenz 64), ὀκωχεύειν ἔχειν, συνέχειν H. (S. Fr. 327). Literary (and orig.?) only with ἀν-, δι-, κατ- a.o. from ἀν-έχω etc.
Origin: IE [Indo-European] [888] *segʰ- hold; GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Reduplicated formation from ἔχω; on the explanation Wackernagel Gött. Nachr. 1902, 739f. = Kl. Schr. 1, 129f. (Schwyzer 766 n. 4). S. also ἀνοκωχή and συνοκωχότε.