ὑμνῳδία
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ἡ,
A singing of a hymn, hymning, CIG2715a22 (Stratonicea), Porph.Abst.2.34: pl., E.Hel.1434, Ps.-Luc.Philopatr.26, Artem.1.56. 2 = χρησμῳδία, prophetic strain, E.Ion682 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1179] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνῳδία: ἡ, ᾆσις ὕμνου, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. ὕμνος, λυρικὸν ποίημα, ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = χρησμῳδία, προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
hymne, poème lyrique.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.
Greek Monolingual
η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ υμνωδός
το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία
νεοελλ.
1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων
2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο
νεοελλ.-μσν.
εκκλησιαστικός ύμνος
αρχ.
1. λυρικό ποίημα
2. προφητική ωδή, χρησμωδία.
Greek Monotonic
ὑμνῳδία: ἡ,
I. ψαλμός ύμνου, εξύμνιση, ψαλμωδία, σε Ευρ.
II. = χρησμῳδία, προφητική ωδή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνῳδία: ἡ1) торжественное песнопение, гимн Eur., Luc.;
2) вещая песнь, прорицание: τίν᾽ ἔχρησας ὑμνῳδίαν; Eur. что ты напророчил?