πατρολῴας
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A v. πατραλοίας.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. πατραλοίας.
Russian (Dvoretsky)
πατρολῴας: ου ὁ NT = πατροκτόνος II.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρολῴας zie πατραλοίας.