ὁδουρός
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
ὁ or ἡ,
A conductor, conductress, E.Ion1617. II waylayer, highwayman, S.Fr.22, E.Fr.260.
German (Pape)
[Seite 294] (schlechter Accent ὁδοῦρος u. ὅδουρος), den Weg bewachend; ἡ ὁδουρός, ben Weg geleitend, Geleiterinn, Eur. Ion 1617. – Den Weg belauernd, von Straßenräubern, Soph. frg. 23 b. Schol. Pind. P. 2, 62; u. so erkl. Phot. ὁδουροὺς τοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς κακουργοῦντας.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδουρός: ὁ ἢ ἡ, ὁδηγός, ὁδηγήτρια, Εὐρ. Ἴων 1617. ΙΙ. λῃστὴς τῶν ὁδῶν (πρβλ. ὁδοσκοπέω), Σοφ. Ἀποσπ. 23˙ πειρατής, Εὐρ. Ἀποσπ. 262. Πρβλ. κηπουρός, οἰκουρός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est en sentinelle sur une route;
2 qui est en embuscade sur une route.
Étymologie: ὁδός, οὖρος.
Greek Monolingual
ὁδουρός, ὁ, ἡ (Α)
1. οδηγός
2. ληστής που ενεδρεύει, παραμονεύει στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -ουρός (< -Foρός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ-ουρός, τεμεν-ουρός].
Greek Monotonic
ὁδουρός: ὁ, ή ἡ, οδηγός, οδηγήτρια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁδουρός: ὁ
1) охраняющий в пути, проводник Eur.;
2) подстерегающий в пути, разбойник Soph., Eur.