εὐπρόσδεκτος

From LSJ
Revision as of 15:50, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσδεκτος Medium diacritics: εὐπρόσδεκτος Low diacritics: ευπρόσδεκτος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: euprósdektos Transliteration B: euprosdektos Transliteration C: efprosdektos Beta Code: eu)pro/sdektos

English (LSJ)

ον,

   A acceptable, Ep.Rom.15.16,31; τοῖς πολλοῖς Plu.2.801c; εὐχή, θυσία, Porph.Marc.24, Sch.Ar.Pax1054; ὥσπερ οὐκ εὐ. (sc. ὄν) c. inf., Phld. Rh.Supp.p.7S.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσδεκτος: -ον, ὃν εὐχαρίστως δέχεταί τις, Πλούτ. 2. 801C, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16, 31, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à admettre, acceptable.
Étymologie: εὖ, προσδέχομαι.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of προσδέχομαι; well-received, i.e. approved, favorable: acceptable(-ted).

English (Thayer)

ἐυπροσδεκτον (εὖ and προσδέχομαι), well-received, accepted, acceptable: τίνι, Plutarch, praecept. rei publ. ger. c. 4,17, p. 801c.; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, -ον)
αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»).
επίρρ...
ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως)
με ευπρόσδεκτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-δεκτός (< προσ-δέχομαι)].

Greek Monotonic

εὐπρόσδεκτος: -ον (προσδέχομαι), αποδεκτός.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρόσδεκτος:
1) легко допустимый, приемлемый (τινι Plut., NT);
2) благоприятный (καιρός NT).