εὐπρόσδεκτος
English (LSJ)
ον,
A acceptable, Ep.Rom.15.16,31; τοῖς πολλοῖς Plu.2.801c; εὐχή, θυσία, Porph.Marc.24, Sch.Ar.Pax1054; ὥσπερ οὐκ εὐ. (sc. ὄν) c. inf., Phld. Rh.Supp.p.7S.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσδεκτος: -ον, ὃν εὐχαρίστως δέχεταί τις, Πλούτ. 2. 801C, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16, 31, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à admettre, acceptable.
Étymologie: εὖ, προσδέχομαι.
English (Strong)
from εὖ and a derivative of προσδέχομαι; well-received, i.e. approved, favorable: acceptable(-ted).
English (Thayer)
ἐυπροσδεκτον (εὖ and προσδέχομαι), well-received, accepted, acceptable: τίνι, Plutarch, praecept. rei publ. ger. c. 4,17, p. 801c.; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσδεκτος, -ον)
αυτὸς που γίνεται ευχάριστα δεκτός, ο καλόδεχτος («ευπρόσδεκτη δωρεά»).
επίρρ...
ευπρόσδεκτα και ευπροσδέκτως (ΑΜ εὐπροσδέκτως)
με ευπρόσδεκτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-δεκτός (< προσ-δέχομαι)].
Greek Monotonic
εὐπρόσδεκτος: -ον (προσδέχομαι), αποδεκτός.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρόσδεκτος:
1) легко допустимый, приемлемый (τινι Plut., NT);
2) благоприятный (καιρός NT).