κακόποτμος

From LSJ
Revision as of 15:58, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόποτμος Medium diacritics: κακόποτμος Low diacritics: κακόποτμος Capitals: ΚΑΚΟΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: kakópotmos Transliteration B: kakopotmos Transliteration C: kakopotmos Beta Code: kako/potmos

English (LSJ)

ον,

   A ill-fated, ill-starred, B.5.138; τύχαι A.Ag.1136 (lyr.); ἐμὲ κ. E.Hel.694 (lyr.); κ. ὄρνις ἡ κρέξ Arist. HA616b21.

German (Pape)

[Seite 1302] von bösem Geschick, unglücklich; τύχαι Aesch. Ag. 1107; Eur. Hel. 700; ὄρνις, Unglück bedeutend, Arist. H. A. 9, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, πότμος.

Greek Monolingual

κακόποτμος, -ον (Α)
κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.).
επίρρ...
κακοπότμως (Μ)
με δυστυχία, κακότυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ-ποτμος, υστερό-ποτμος].

Greek Monotonic

κᾰκόποτμος: -ον, κακότυχος, δύσμοιρος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόποτμος:
1) несчастный, роковой (τύχαι Aesch.);
2) несчастливый, злополучный (Ἑλένη Eur.);
3) пророчащий беду, зловещий (ὄρνις Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόποτμος -ον [κακός, πότμος] rampzalig, ongelukkig:. κακόποτμοι τύχαι rampzalig lot Aeschl. Ag. 1136.