καταχορδεύω

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχορδεύω Medium diacritics: καταχορδεύω Low diacritics: καταχορδεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΟΡΔΕΥΩ
Transliteration A: katachordeúō Transliteration B: katachordeuō Transliteration C: katachordeyo Beta Code: kataxordeu/w

English (LSJ)

   A mince up as for a sausage, κ. [τὴν γαστέρα] Hdt.6.75; κ. τινὰ ἐν βασάνοις Them. Or.21.261d.

Greek (Liddell-Scott)

καταχορδεύω: κατακόπτω τι ὡς τὸ κρέας πρὸς παρασκευὴν ἀλλᾶντος (πρβλ. χορδεύω), καταχ. τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 6. 75· ὅλον ἑαυτὸν καταχορδεύων διέφθειρε Λογγῖνος 31. 2· κατ. τινὰ ἐν βασάνοις Θεμίστ. 261D·- ὡσαύτως καταχορδέω, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

arracher les entrailles ; éventrer, acc..
Étymologie: κατά, χορδή.

Greek Monolingual

καταχορδεύω και καταχορδῶ, -έω (Α)
κατακόβω τις σάρκες σαν χορδές, σχίζω το κρέας του σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χορδεύω «κατασκευάζω αλλαντικά» (< χορδή «έντερο»)].

Greek Monotonic

καταχορδεύω: μέλ. -σω, κατακόπτω κάτι όπως το κρέας που προετοιμάζεται για λουκάνικο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταχορδεύω: разрезать, вспарывать (τὴν γαστέρα Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χορδεύω tot worst maken.