μηχανεύομαι

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνεύομαι Medium diacritics: μηχανεύομαι Low diacritics: μηχανεύομαι Capitals: ΜΗΧΑΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: mēchaneúomai Transliteration B: mēchaneuomai Transliteration C: michaneyomai Beta Code: mhxaneu/omai

English (LSJ)

   A = μηχανάομαι, v.l. in X.Cyr.4.5.49: used as Pass. by D.H.Is.16 codd., LXX 2 Ch.26.15, v. l. ib.3 Ma.6.22.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνεύομαι: μηχανάομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 5, 49· - κεῖται ὡς παθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 16, καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Παραλειπομ. Κϛʹ, 15).

Greek Monolingual

(ΑΜ μηχανεύομαι) μηχανή
1. επινοώ, σοφίζομαι
2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, -η, -ον
πονηρός, πανούργος.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνεύομαι: Xen. v. l. = μηχανάω.