Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(I)
και ξημέρωμα, το
ο ερχομός της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα].
(II)
το εξημερώνω
η εξημέρωση.