ἀδούπητος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A noiseless, AP5.293.8 (Agath.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδούπητος: -ον, = ἀθόρυβος. Ἀνθ. Π. 5. 294.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, δουπέω.
Spanish (DGE)
-ον
silencioso ἠχώ Nonn.D.1.300, χεῖρες Nonn.D.1.433, AP 5.294.8 (Agath.), βοείη Nonn.D.12.121, πέδιλον Nonn.Par.Eu.Io.11.54.
Greek Monotonic
ἀδούπητος: -ον (δουπέω), αθόρυβος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδούπητος: бесшумный, не производящий шума (χεῖρες Anth.).