αἰολομίτρης

From LSJ
Revision as of 12:44, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολομίτρης Medium diacritics: αἰολομίτρης Low diacritics: αιολομίτρης Capitals: ΑΙΟΛΟΜΙΤΡΗΣ
Transliteration A: aiolomítrēs Transliteration B: aiolomitrēs Transliteration C: aiolomitris Beta Code: ai)olomi/trhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with glittering girdle, Il.5.707.    II with variegated mitre or turban, Theoc.17.19.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολομίτρης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην (ἐπειδὴ ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, ἤτοι τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
au ceinturon de couleurs variées.
Étymologie: αἰόλος, μίτρα.

English (Autenrieth)

(μίτρη): with glancing belt of mail, Il. 5.707.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante, Il.5.707, Q.S.8.111.
2 de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante Theoc.17.19.

Greek Monotonic

αἰολομίτρης: -ου, ὁ (μίτρα),
I. αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή ζώνη (επειδή ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη τιάρα (μίτρα), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰολομίτρης: ου adj. m
1) опоясанный сверкающим или пестрым поясом (Ὀρέσβιος Hom.);
2) (v. l. αἰολόμιτρος) с пестрой митрой на голове (Πέρσαι Theocr.).

Middle Liddell

μίτρα
I. with glancing or glittering girdle (for it was plated with metal), Il.
II. with variegated turban, Theocr.