ἐγερσιφαής

From LSJ
Revision as of 12:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγερσῐφᾰής Medium diacritics: ἐγερσιφαής Low diacritics: εγερσιφαής Capitals: ΕΓΕΡΣΙΦΑΗΣ
Transliteration A: egersiphaḗs Transliteration B: egersiphaēs Transliteration C: egersifais Beta Code: e)gersifah/s

English (LSJ)

ές,

   A light-stirring, ἐ. πέτρος the flint, AP6.5 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 703] Feuer erweckend; λίθος, Feuerstein, Philp. 22 (VI, 5).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερσῐφαής: -ές, ὁ τὸ φῶς διεγείρων, φῶς ἐκβάλλων, ἐγ. λίθος, ὁ πυρίτης, Ἀνθ. Π. 6.5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait jaillir la lumière (pierre à feu).
Étymologie: ἐγείρω, φάος.

Spanish (DGE)

(ἐγερσῐφᾰής) -ές
que despierta la luz τὸν ἐγερσιφαῆ, πυρὸς ἔγκυον, ἔμφλογα πέτρον del pedernal AP 6.5 (Philippus).

Greek Monolingual

ἐγερσιφαής, -ές (Α)
(λίθος) που αναδίδει φως, που λάμπει.

Greek Monotonic

ἐγερσῐφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει ζωηρό φως, ἐγ. λίθος, ο πυρίτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγερσιφᾰής: производящий огонь (πέτρος - v. l. λίθος Anth.).

Middle Liddell

φάος
light-stirring, ἐγ. λίθος the flint, Anth.