πολύφονος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.
πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.
πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).
πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.