ἀγκυλότοξος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with crooked bow, Παίονες Il.2.848, 10.428; Μήδειοι Pi.P.1.78.
German (Pape)
[Seite 15] mit krummem Bogen, die Päoner bei Hom. Il. 2, 848. 10, 428; Μήδειοι Pind. P. 1, 78; sp. D., wie D. Per. 857. 1040.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l’arc recourbé.
Étymologie: ἀγκύλος, τόξον.
English (Autenrieth)
(τόξον): armed with the bent bow.
English (Slater)
ἀγκῠλότοξος
1 with curved bows Μήδειοι ἀγκυλότοξοι (P. 1.78)
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλότοξος) -ον
1 de arco curvado Παίονες Il.2.848, cf. 10.428, Μήδειοι Pi.P.1.78, cf. Stesich.88.1.9S., lír. coral en POxy.2736.1.2.16, παρθένος Nonn.D.15.169, στρατός Nonn.D.25.355.
2 soldado con arco y jabalina Did.CP 2.8.
Greek Monotonic
ἀγκῠλότοξος: -ον (τόξον), αυτός που έχει κυρτό, καμπυλωτό τόξο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλότοξος: вооруженный кривым луком (Κᾶρες καὶ Παίονες Hom.; Μήδειοι Pind.).