ἄκλειστος

From LSJ
Revision as of 13:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκλειστος Medium diacritics: ἄκλειστος Low diacritics: άκλειστος Capitals: ΑΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ákleistos Transliteration B: akleistos Transliteration C: akleistos Beta Code: a)/kleistos

English (LSJ)

ον, Ion. ἀκλήιστος Call.Hec.2, Att. contr. ἄκλῃστος E.Andr.593, Th.2.93: (κλείω):—

   A not closed or fastened, ll. cc., X.Cyr. 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.

German (Pape)

[Seite 73] nicht verschlossen, s. att. ἄκλῃστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλειστος: -ον, Ἰων. ἀκλήιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: (κλείω), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fermé.
Étymologie: ἀ, κλείω.

Spanish (DGE)

v. ἄκλῃστος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κλειστὸςκλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].

Greek Monotonic

ἄκλειστος: -ον, Ιων. ἀκλήιστος, Αττ. ἄκλῃστος· (κλείω), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκλειστος: стяж. ἄκλῃστος 2 незапертый (δώματα Eur. λιμήν Thuc.; πύλαι Xen.; τὰ τῶν λιμένων στόματα Plut.).

Middle Liddell

κλείω
not closed or fastened, Eur., Thuc.