ἐγκαθοράω

From LSJ
Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθοράω Medium diacritics: ἐγκαθοράω Low diacritics: εγκαθοράω Capitals: ΕΓΚΑΘΟΡΑΩ
Transliteration A: enkathoráō Transliteration B: enkathoraō Transliteration C: egkathorao Beta Code: e)gkaqora/w

English (LSJ)

   A look closely into, τινὸς τῷ προσώπῳ Plu.Demetr.38; εἰς τὸ ὕδωρ IG4.951.66 (Epid.): abs., Pl.Epin.990e.    II remark something in a person or thing, Plu.Brut.16.

German (Pape)

[Seite 704] (s. ὁράω), darin erblicken; τῷ σχήματι δεομένου σπουδὴν ἐγκατιδεῖν Plut. Brut. 16; ἐπιβουλήν Sol. 29. – Uebh. = sein Auge auf Etwas heften, betrachten, καὶ διανοεῖσθαι Plat. Epin. 990 e; Sp., wie Anacr. 65, 6; τινί, Plut. Demetr. 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθοράω: βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον εἴς τι, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, τινος τῷ προσώπῳ Πλουτ. Δημήτρ. 38· ἀπολ., Πλάτ. Ἐπινομ. 990Ε. ΙΙ. παρατηρῶ τι ἔν τινι ἀνθρώπῳ ἢ πράγματι, Πλουτ. Βροῦτ. 16.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐγκατόψομαι, ao.2 ἐγκατεῖδον;
fixer ses yeux sur, τινι ; ἐγκ. τινί τι remarquer qch en qqn.
Étymologie: ἐν, καθοράω.

Spanish (DGE)

I intr. fijar la mirada en, observar atentamente c. εἰς y ac. ἐγκαθιδὼν δὲ εἰς τὸ ὕδωρ ἑώρη τὸ αὐτοῦ πρόσωπον IG 42.121.66 (IV a.C.), c. dat. τῷ προσώπῳ τοῦ Ἀντιόχου Plu.Demetr.38.
II tr.
1 tener en cuenta, considerar, reconocer ὃ δὲ θεῖον τ' ἐστὶν καὶ θαυμαστὸν τοῖς ἐγκαθορῶσί τε καὶ διανοουμένοις Pl.Epin.990e, ὅμοιον ... λόγον τῷ τε πατρὶ καὶ τῷ υἱῷ Gr.Nyss.Eun.1.443, en v. pas. τοῦτον ᾧ πᾶσα ἡ τοῦ πατρὸς ἀϊδιότης ἐγκαθορᾶται Gr.Nyss.Apoll.138.4.
2 en aor. descubrir, advertir c. ac. ὁ Σόλων τὴν ἐπιβουλὴν πρῶτος ἐγκατεῖδεν Plu.Sol.29, c. gen. por atracción Βροῦτος ἐγκατιδὼν τῷ τοῦ Λαίνα σχήματι δεομένου σπουδήν Bruto, advirtiendo en el rostro de Lenas que pedía se diera prisa Plu.Brut.16.

Greek Monotonic

ἐγκαθοράω:I. βλέπω, παρατηρώ με προσοχή, σε Πλούτ.
II. παρατηρώ κάτι σε άνθρωπο ή πράγμα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαθοράω: (fut. ἐγκατόψομαι, aor. 2 ἐγκατεῖδον)
1) вглядываться, всматриваться (τῷ προσώπῳ τινός Plat.);
2) замечать, узнавать (τι τῷ σχήματί τινος Plut.);
3) наблюдать (ἐ. καὶ διανοεῖσθαι Plat.).

Middle Liddell


I. to look closely into, Plut.
II. to remark something in a person or thing, Plut.