κακαγόρος

From LSJ
Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακᾱγόρος Medium diacritics: κακαγόρος Low diacritics: κακαγόρος Capitals: ΚΑΚΑΓΟΡΟΣ
Transliteration A: kakagóros Transliteration B: kakagoros Transliteration C: kakagoros Beta Code: kakago/ros

English (LSJ)

κακᾱγορία, Dor. for κακηγ-, Pi.O.1.53, P.2.53.

Greek Monolingual

κακαγόρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος.

Greek Monotonic

κακαγόρος: Δωρ. αντί κακηγόρους, αιτ. πληθ. του κατήγορος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακαγόρος -ον Dor. voor κακηγόρος.

Middle Liddell

[doric for κακηγόρους, acc. pl. of κακήγορος.]