ἐκπέλει
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
impers.,
A = ἔξεστι, it is permitted or allowed, S.Ant.478:— Hsch. has ἐξέπηλεν (leg. ἐξέπελεν) · ἐξεγένετο.
German (Pape)
[Seite 771] impers. = ἔξεστι, Soph. Ant. 474.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέλει: ἀπρόσ., = ἔξεστι, ἐπιτρέπεται, εἶναι δυνατόν, Σοφ. Ἀντ. 478.
French (Bailly abrégé)
il est permis.
Étymologie: ἐκ, πέλω.
Spanish (DGE)
impers. es lícito, está permitido οὐ γὰρ ἐκπέλει φρονεῖν μέγ' ὅστις δοῦλός ἐστι τῶν πέλας no debe tener pensamientos orgullosos quien es esclavo de los de alrededor S.Ant.478, cf. ἐξέπελεν· ἐξεγένετο Hsch.
Greek Monolingual
ἐκπέλει (Α)
απρόσ. επιτρέπεται, είναι δυνατό.
Greek Monotonic
ἐκπέλει: απρόσ., ἔξεστι, συμβαίνει, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέλει: impers. (= ἔξεστι) позволено, можно: οὐκ ἐ. Soph. не следует, нельзя.