δοιδυκοποιός

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιδῡκοποιός Medium diacritics: δοιδυκοποιός Low diacritics: δοιδυκοποιός Capitals: ΔΟΙΔΥΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: doidykopoiós Transliteration B: doidykopoios Transliteration C: doidykopoios Beta Code: doidukopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pestle-maker, Plu.Phoc.4.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der Mörserkeulenverfertiger, Plut. Phoc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δοιδῡκοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δοίδυκας, «γουδόχερα», Πλούτ. Φωκ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de pilons.
Étymologie: δοίδυξ, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fabricante de manos de almirez Plu.Phoc.4, cf. Sud.

Greek Monolingual

δοιδυκοποιός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ (-κος) «γουδοχέρι» + -ποιός < ποιώ].

Greek Monotonic

δοιδῡκοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής γουδοχεριών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δοιδῡκοποιός: ὁ делающий песты Plut.

Middle Liddell

n [from δοῖδυξ, ποιέω
a pestle-maker, Plut.