ἐγκατατίθεμαι

From LSJ
Revision as of 14:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monotonic

ἐγκατατίθεμαι: Μέσ., ἱμάντα τεῷ ἐγκάτθεο κόλπῳ (Επικ. προστ. αόρ. βʹ) βάλε, τοποθέτησε τον ιμάντα γύρω από τη μέση σου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄτην ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ, συσσωρευμένο, κληροδοτημένο κακό στην καρδιά του, σε Ομήρ. Οδ.· τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ, που σχεδίασε, φιλοτέχνησε την ζώνη με την τέχνη του, στο ίδ.

Middle Liddell

epic aor2 imperat. ἐγκάτθεο
Mid., ἱμάντα τέῳ ἐγκάτθεο κόλπῳ (epic aor2 imperat.) put the band upon or round thy waist, Il.; ἄτην ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ stored up, devised mischief in his heart, Od.; τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ designed the belt by his art, Od.