Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαφύστιος

From LSJ
Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰφύστιος Medium diacritics: λαφύστιος Low diacritics: λαφύστιος Capitals: ΛΑΦΥΣΤΙΟΣ
Transliteration A: laphýstios Transliteration B: laphystios Transliteration C: lafystios Beta Code: lafu/stios

English (LSJ)

α, ον, (λαφύσσω)

   A gluttonous, APl.1.15*, Lyc.215.    II Pass., devoured, Id.791.    III title of Zeus among the Minyae, Hdt.7.197; of Dionysus in Boeotia, EM557.51; of devotees of Dionysus, γυναῖκες Lyc.1237.

German (Pape)

[Seite 19] gefräßig, Ep. ad. 413 (Plan. 15) u. a. sp. D., γνάθοι Lycophr. 215. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰφύστιος: -α, -ον, (λαφύσσω) λαίμαργος, ἀδηφάγος, Ἀνθ. Πλαν. 15, Λυκόφρ. 1234, κτλ.· ― ὄνομα τοῦ Διὸς παρὰ τοῖς Μινύαις, Ἡρόδ. 7. 197, ἴδε Müller Εὐμ. § 55. ΙΙ. Παθ., καταβρωθείς, κατασπαραχθείς, Λυκόφρ. 791.

Greek Monolingual

λαφύστιος, -ία, -ον (Α)
1. λαίμαργος, αδηφάγος
2. αυτός που κατασπαράχθηκε
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Λαφύστιος
α) προσωνυμία του Διός στους Μινύες του Ορχομενού
β) προσωνυμία του Διονύσου στη Βοιωτία
4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός του Διονύσου («γυναῑκες λαφύστιαι», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λαφύσσω και χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία του Διός με σημ. «αυτός που καταβροχθίζει», επειδή στη λατρεία του θεού αυτού ήταν χαρακτηριστικές οι ανθρωποθυσίες].

Greek Monotonic

λᾰφύστιος: -α, -ον, λαίμαργος, αδηφάγος, σε Ηρόδ., Ανθ.

Middle Liddell

λᾰφύστιος, η, ον [from λᾰφύσσω]
gluttonous, Hdt., Anth.