ἐξορούω

From LSJ
Revision as of 14:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορούω Medium diacritics: ἐξορούω Low diacritics: εξορούω Capitals: ΕΞΟΡΟΥΩ
Transliteration A: exoroúō Transliteration B: exorouō Transliteration C: eksoroyo Beta Code: e)corou/w

English (LSJ)

   A leap jorth, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325; ἄνεμοι δ' ἐκ πάντες ὄρουσαν Od.10.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορούω: ἐκπηδῶ, Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν, «τοῦ δὲ Πάριδος ἡ ψῆφος ὀξέως ἀπεπήδησε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 325, πρβλ. Ὀδ. Κ. 47, Δινδορφ. Ἀριστοφ. Ἀποστ. 442.

French (Bailly abrégé)

s’élancer.
Étymologie: ἐξ, ὀρούω.

Greek Monolingual

ἐξορούω (Α)
πηδώ, βγαίνω έξω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορούω «ορμώ βίαια, εφορμώ»].

Greek Monotonic

ἐξορούω: μέλ. -σω, ξεπηδώ, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορούω: 1) вырываться (ἄνεμοι ἐκ πάντες ὄρουσαν Hom.);
2) выскакивать, выпадать (Πάριος ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Hom.).

Middle Liddell

fut. σω
to leap forth, Hom.