ἁμαρτίνοος
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
English (LSJ)
ον,
A erring in mind, distraught, Hes.Th.511, Sol.22.2, A.Supp.542 (lyr.), Rhian.1.1.
German (Pape)
[Seite 117] sinnverwirrt, Hes. Th. 511; Aesch. Suppl. 537; Rhian. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτίνοος: -ον, ὁ ἔχων νοῦν ἁμαρτάνοντα, σφαλλόμενον ἢ παραπαίοντα, Ἡσ. Θ. 511, Σόλων 22. 2, Αἰσχύλ. Ἱκ. 542 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
à l’esprit égaré, éperdu.
Étymologie: ἁμαρτάνω, νόος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰμαρτῐ-]
de mente errada o extraviada o equivocada Ἐπιμηθεύς Hes.Th.511, ἡγεμών Sol.18.2, Ἰώ A.Supp.542, πάντες ἁμαρτίνοοι πελόμεσθα ἄνθρωποι Rhian.1.1, de los discípulos de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.6.61
•c. connotación moral, de los fariseos, Nonn.Par.Eu.Io.1.24, 7.32.
Greek Monotonic
ἁμαρτίνοος: -ον (ἁμαρτάνω), αυτό που σφάλλει νοητικά, που βρίσκεται σε νοητική σύγχυση, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτίνοος: помешанный, безумный Hes., Aesch.
Middle Liddell
ἁμαρτάνω, νόος
erring in mind, distraught, Hes., etc.