βουκόλημα

From LSJ
Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκόλημα Medium diacritics: βουκόλημα Low diacritics: βουκόλημα Capitals: ΒΟΥΚΟΛΗΜΑ
Transliteration A: boukólēma Transliteration B: boukolēma Transliteration C: voukolima Beta Code: bouko/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A beguilement, τῆς λύπης Babr.136.9.

German (Pape)

[Seite 456] τό, Trost, Linderung, Suid.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
adoucissement, soulagement (d’un chagrin).
Étymologie: βουκολέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό alivio τῆς λύπης Sud.β 420.

Greek Monolingual

βουκόλημα, το (Α) βουκολώ
ξεγέλασμα, ανακούφιση.

Greek Monotonic

βουκόλημα: -ατος, τό, εξαπάτηση, ξεγέλασμα· τῆς λύπης, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

βουκόλημα: ατος τό смягчение, утоление (τῆς λύπης Babr.).

Middle Liddell

[from βουκολέω
a beguilement, τῆς λύπης Babr.