ἀμαχητί

Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Adv. of sq.,

   A without battle, without stroke of sword, Il.21.437, Hdt.1.174 (freq. written -τεί in codd., X.Cyr.4.2.28, etc.).

German (Pape)

[Seite 117] dasselbe, Hom. einmal, Il. 21, 437; Her 1, 174 u. öfter; Xen. An. 4, 2, 15 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰχητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., = ἄνευ μάχης, ἄνευ τῆς χρήσεως ὅπλου, Ἰλ. Φ. 437, Ἡρόδ. 1. 174: ἐν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 28, Ἁν. 4. 2, 15‧ τὰ χειρόγραφα κυμαίνονται μεταξὺ τοῦ ἀμαχητὶ καὶ -τεί, πρβλ. Βλωφμ. Αἰσχύλ. Πρ. 216.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ἀμαχεί.
Étymologie: ἀμάχητος.

English (Autenrieth)

without contest, Il. 21.437†.

Spanish (DGE)

(ἀμᾰχητί)
adv. sin lucha, sin resistencia ἀ. ἴομεν Οὔλυμπόνδε Il.21.437, ἀ. σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Hdt.1.174, ἀ. ἀπώλλυντο X.Cyr.4.2.28, ἀναβάντες ἀ. τὸ τεῖχος Plb.10.14.13, λαβόντες ἀ. τὴν πόλιν I.BI 3.427, λαβὼν ἀ. τοὺς ἀνθρώπους I.AI 8.260.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) ἀμάχητος
δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας
νεοελλ.
δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση.

Greek Monotonic

ἀμᾰχητί: επίρρ. του επόμ., χωρίς μάχη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμᾰχητί: Hom., Hes. etc. = ἀμαχεί.

Middle Liddell

[adverb of ἀμάχητος
without battle, Il., Hdt.