ἀμεταμέλητος

Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A not to be repented of or regretted, ἡδονή Pl.Ti. 59d; τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀ. γίγνεται Id.Lg.866e; ἀμεταμέλητον ἐστί τί τινι one has nothing to repent of, Plb.21.11.11.    2 having no opportunity of repentance, Just.Nov.129.3.    II of persons, unrepentant, feeling no remorse, ἀ. ἀνίατος Arist.EN1150a22, 1166a29. Adv. -τως Them.Or.19.231a, Inscr.Prien.114.

German (Pape)

[Seite 122] keine Reue verursachend, ἡδονή Plat. Tim. 59 d, öfter; πίστις αὐτοῖς ἀμ. ἔσται, sie werden ihre Treue nicht bereuen, Pol. 24, 11; Cic. Att. 7, 3. 13, 52; nicht bereuend, N. T. – Adv. -τως. Themist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεταμέλητος: -ον, περὶ οὗ δὲν μεταμελεῖταί τις, ἡδονὴ Πλάτ. Τίμ. 59D· τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀμ. γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 866Ε· ἀμεταμέλητόν ἐστί τί τινι = δὲν ἔχει τίς τι δι’ ὃ νὰ μετανοήσῃ, Πολύβ. 24. 12.11. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ μεταμελόμενος, ὁ μὴ αἰσθανόμενος λύπην ἢ ἔλεγχον συνειδήσεως, ἀμ. ἀνίατος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2, πρβλ. 9. 4, 5: - Ἐπίρρ. -τως Θεμίστ. 231Α, Αἴσωπ. 4, ἔκδ. de Fur.: ὡσαύτως -τὶ Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non regretté.
Étymologie: ἀ, μεταμέλω.

Spanish (DGE)

-ον
I de abstr.
1 de lo que uno no se arrepiente, de lo que no hay motivo de queja ἡδονή Pl.Ti.59d, Antisth.110, Plu.2.137b, τὸ πεπραγμένον Pl.Lg.866e, προαίρεσις Plb.21.11.11, πίστις Plb.23.16.11, τιμαί D.H.11.13, celeritas nostri reditus ἀ. debet esse Cic.Att.126.2.
2 de lo que uno no se vuelve atrás, irrevocable, invariable προθυμία Iul.Or.4.241d, δίκαιος σκοπός PMasp.314.3.11 (VI a.C.) ἀσφάλεια PLond.77.4 (VIII a.C.)
de lo que no hay que arrepentirse μετάνοια 2Ep.Cor.7.10, τὰ χαρίσματα ... τοῦ Θεοῦ Ep.Rom.11.29.
II de pers. que no se arrepiente, que no tiene remordimientos, firme ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος una persona que no se arrepiente no puede ser curada Arist.EN 1150a22, ἀ. γὰρ ὡς εἰπεῖν no tiene nada de que arrepentirse, por así decirlo Arist.EN 1166a29, ἀμεταμέλητοι ἦτε ἐπὶ πάσῃ ἀγαθοποιΐᾳ 1Ep.Clem.2.7.
III adv. -ως
1 irrevocablemente Ath.Al.M.26.376B.
2 sin remordimientos, sin arrepentirse, IPr.114.8 (I a.C.), Them.Or.19.231a.
3 irreflexivamente Aesop.83.2.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μεταμέλλομαι; irrevocable: without repentance, not to be repented of.

English (Thayer)

(μεταμέλομαι, μεταμέλει), not repented of, unregretted: σωτηρία, by litotes, salvation affording supreme joy, μετάνοιαν). (Plato, Polybius, Plutarch.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμεταμέλητος, -ον) μεταμέλομαι
(για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος
αρχ.
1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς
2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το οποίο να μετανιώσει.

Greek Monotonic

ἀμεταμέλητος: -ον (μεταμέλομαι),
I. αυτός που δεν μετανοεί για κάτι, αμετανόητος , σε Πλάτ.
II. λέγεται για πρόσωπα, μη μεταμελημένος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεταμέλητος: 1) не внушающий раскаяния: ἀμεταμέλητον ἡδονὴν κτᾶσθαι Plat. доставить себе невинное удовольствие; ἀ. τινι γίγνεσθαι Plat. или εἶναι Polyb. не вызывать раскаяния или сожаления в ком-л.;
2) не склонный к раскаянию Arst.;
3) неизменный, непреложный (τὰ χαρίσματα τοῦ θεοῦ NT).

Middle Liddell

μεταμέλομαι
I. not to be repented of, Plat.
II. of persons, unrepentant, Arist.