μενοινή

From LSJ
Revision as of 15:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενοινή Medium diacritics: μενοινή Low diacritics: μενοινή Capitals: ΜΕΝΟΙΝΗ
Transliteration A: menoinḗ Transliteration B: menoinē Transliteration C: menoini Beta Code: menoinh/

English (LSJ)

ἡ,

   A eager desire, Call.Jou.90, A.R.1.894, AP11.350 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 133] ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προθυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.

Greek (Liddell-Scott)

μενοινή: ἡ, ἔνθερμος ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pensée, désir.
Étymologie: μένος.

Greek Monolingual

μενοινή, ἡ (Α)
έντονη, θερμή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μενοινῶ «επιθυμώ σφοδρά, επιζητώ»].

Greek Monotonic

μενοινή: ἡ, σφοδρή επιθυμία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενοινή: ἡ желание, стремление Anth.

Middle Liddell

μενοινή, ἡ,
eager desire, Anth. [from μένος