ἀναγόρευσις
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A public proclamation, Decr. ap. D.18.118; freq. in Inscrr., as GDI3502.4 (Cnidus): = Lat. renuntiatio, Plu.Marc. 4, etc.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Ausrufen, öffentliche Verkündigung durch den Herold, στεφάνου Dem. 18, 84, im Psephisma; Ernennung, ὑπάτων Plut. Marcell. 4; öffentliche Bekanntmachung eines Urtheils, Coriol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾰγόρευσις: -εως, ἡ δημοσία ἀνακήρυξις, Ψήφ. παρὰ Δημ. 253 ἐν τέλ., Ἐπιγρ. Κνίδ. 51 (παρὰ Newton), Πλουτ. Μάρκελλ. 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
proclamation, déclaration publique.
Étymologie: ἀναγορεύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
proclamación pública, pregón τῆς δὲ ἀναγορεύσεως ἐπιμεληθῆναι τὸν ἀγωνοθέτην Decr. en D.18.118, βουλῆς καὶ δήμου CIG 4024, 4031, cf. IG 11(4).1055.22 (Delos), τοῦ στεφάνου IG 22.1299.46 (Eleusis III a.C.), IGBulg.12.44.9 (Odesos I a.C.), cf. GDI 3502.4 (Cnido), ISestos 1.96 (II a.C.), IG 12(7).32.7 (Arcesine), IM 90.27 (III a.C.)
•lat. renuntiatio τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις proclamaciones de los cónsules Plu.Marc.4.
Greek Monotonic
ἀνᾰγόρευσις: -εως, ἡ, δημόσια αναγόρευση, ανακήρυξη, σε Ψηφ. παρά Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾰγόρευσις: εως ἡ
1) публичное уведомление, официальное сообщение: ἡ τοῦ στεφάνου ἀ. Dem. объявление о присуждении венка;
2) публичное провозглашение (αἱ τῶν ὑπάτων ἀναγορεύσεις Plut.).
Middle Liddell
[from ἀναγορεύω
a public proclamation, Decret. ap. Dem.