ἀνήσσητος
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
Dor. ἀνήσσᾱτος, ον,
A unconquered, Theoc.6.46.
German (Pape)
[Seite 230] unbesiegt, dor. ἀνάσσατοι, Theocr. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήσσητος: Δωρ. ἀνάσσᾱτος καὶ ἀνήσσατος, ον, ὁ μὴ ἡττηθεὶς ἢ ὁ μὴ ἡττώμενος, ἀήττητος, ἀνήσσατοι δ’ ἐγίνοντο Θεόκρ. 6. 45· πρβλ. τὸ συνηθέστερον ἀήσσητος.
Greek Monolingual
ἀνήσσητος, -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)
αήττητος, ανίκητος.
Greek Monotonic
ἀνήσσητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον = ἀήσσητος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήσσητος: дор. ἀνάσσᾱτος и ἀνήσσατος 2 непобежденный Theocr.
Middle Liddell
= ἀήσσητος, Theocr.]