ἀποδάσμιος

From LSJ
Revision as of 16:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδάσμιος Medium diacritics: ἀποδάσμιος Low diacritics: αποδάσμιος Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΙΟΣ
Transliteration A: apodásmios Transliteration B: apodasmios Transliteration C: apodasmios Beta Code: a)poda/smios

English (LSJ)

ον,

   A parted off, Φωκέες ἀ. parted from the rest, Hdt. 1.146; ἀ. αἶσα a share apportioned, Opp.H.5.444.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδάσμιος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, μερίδιον ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. ἀποδατέομαι ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
détaché d’un tout.
Étymologie: ἀποδασμός.

Spanish (DGE)

-ον
1 separado del resto de la metrópoli Φωκέες Hdt.1.146, γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιον D.C.Epit.9.20.14, cf. Hsch.
2 proporcionado αἶσα Opp.H.5.444.

Greek Monolingual

ἀποδάσμιος, -ον (Α) αποδατούμαι
αποχωρισμένος, χωριστός.

Greek Monotonic

ἀποδάσμιος: -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδάσμιος: отделившийся, оторвавшийся (от своих) (Φωκέες Her.).

Middle Liddell

[from ἀποδασμός
parted from the rest, Hdt.