βάρδιστος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
η, ον, poet. for βράδιστος, Sup. of βραδύς, Il.23.310, Theoc.15.104, Doroth.(?)ap.Heph.Astr.3.30: Comp.
A βαρδύτερος Theoc.29.30.
German (Pape)
[Seite 433] poet. für βράδιστος, superl. von βραδύς, Il. 23, 310. 530; Theocr. 15, 140; nach Greg. Cor. dorisch.
Greek (Liddell-Scott)
βάρδιστος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ βράδιστος, ὑπερθ. τοῦ βραδὺς Ἰλ. Ψ. 310· ἕτερος τύπος βαρδύτερος ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 29. 30.
French (Bailly abrégé)
poét. p. βραδύτατος, v. βραδύς.
English (Autenrieth)
see βραδύς.
Spanish (DGE)
βαρδύτερος v. βραδύς.
Greek Monotonic
βάρδιστος: -η, -ον, από Επικ. μετάθ. αντί βράδιστος· υπερθ. του βραδύς, σε Ομήρ. Ιλ.· βαρδύτερος, αντί βραδύτερος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
βάρδιστος: эп. (= βράδιστος) superl. к βραούς.
Middle Liddell
[by epic metath. for βράδιστος, Sup.of βραδύς, Il.]