διευλαβέομαι
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
aor.
A -ηυλαβήθην Pl.Lg.843e:—take good heed to, beware of, be on one's guard against, c. acc., Id.Phd.81e, Lg.797a, LXXDe.28.60, Plb.14.2.7, etc.: c. gen., Pl.Lg.843e; δ. μὴ . . ib.789e; but δ. μὴ παθεῖν Id.Ep.351c. 2 reverence, τινά Id.Lg.879c.
Greek (Liddell-Scott)
δῐευλᾰβέομαι: ἀόρ. -ηυλαβήθην Πλάτ. Νόμ. 843Ε· ἀποθ.· -προσέχω πολύ, προφυλάττομαι πολὺ ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. Φαίδωνι 81Ε, Νόμ. 797Α· μετὰ γεν., αὐτόθι 843Ε· δ. μὴ… αὐτόθι 789Ε· ἀλλά, δ. μὴ παθεῖν Ἐπ. Πλάτ. 351C. 2) σέβομαι, τιμῶ, τινα ὡς πατέρα αὐτόθι 879C.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 prendre ses précautions, se garder avec soin;
2 vénérer, respecter.
Étymologie: διά, εὐλαβέομαι.
Spanish (DGE)
I 1tener cuidado con ἐὰν πυρεύων τὴν ὕλην μὴ διευλαβηθῇ τὴν τοῦ γείτονος si al hacer una hoguera no tiene cuidado con el bosque del vecino Pl.Lg.843e
•respetar τὸν δὲ προέχοντα εἴκοσιν ἡλικίας ἔτεσιν Pl.Lg.879c.
2 guardarse de, evitar τό γε σφόδρα ἄτοπον Pl.Lg.797a, τὴν σμικρολογίαν ... διευλαβεῖσθαι καὶ φεύγειν Plu.2.7a, τὰς τοιαύτας ἐπιπλήξεις D.61.18, cf. 19.119, (τὴν ὀδύνην) LXX De.28.60, τὸν υἱὸν Ἀντιόχου LXX 2Ma.9.29, cf. Ib.6.16, τὴν τῶν Καρχηδονίων συγκατάθεσιν Plb.14.2.7, c. inf. μηδὲν ἐπὶ πλεῖον κινῆσαι Arist.HA 581b14
•c. complet. c. μή cuidarse de que, temer que μή πῃ βίᾳ ἐπερειδομένων στρέφηται τὰ κῶλα Pl.Lg.789e, cf. Ep.351c, μὴ ... φιλοτιμότερος ᾖ πρὸς τὸ βλάπτειν αὐτούς Plb.21.16.5, cf. 28.7.7, Hld.10.36.1.
II intr.
1 contenerse, ser prudente Pl.Phd.81e, Plu.2.90a.
2 en v. med.-pas. tener miedo διευλαβηθεὶς ἀνέστρεψεν εἰς Ἔφεσον D.S.14.36.
Greek Monotonic
δῐευλᾰβέομαι: αόρ. αʹ -ηυλαβήθην, αποθ., παίρνω καλές προφυλάξεις, προσέχω, βρίσκομαι σε επιφυλακή απέναντι σε, με αιτ. ή γέν., σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διευλᾰβέομαι: (aor. διηυλαβήθην)
1) тщательно остерегаться, всячески беречься, избегать (τι Plat., Arst., Plut. и τινος Plat.; μὴ παθεῖν и μὴ στρέφηται τὰ κῶλα Plat.);
2) уважать, почитать (τινα ὡς πατέρα Plat.).
Middle Liddell
aor1 -ηυλαβήθην
Dep. to take good heed to, beware of, be on one's guard against, c. acc. or gen., Plat.