δυσπρόσοιστος

From LSJ
Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσοιστος Medium diacritics: δυσπρόσοιστος Low diacritics: δυσπρόσοιστος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysprósoistos Transliteration B: dysprosoistos Transliteration C: dysprosoistos Beta Code: duspro/soistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to approach, στόμα S.OC1277.

German (Pape)

[Seite 688] unzugänglich, unfreundlich, στόμα Soph. O. C. 1277.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσοιστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, στόμα Σοφ. Ο. Κ. 1277. ― Κατὰ τὸν Nauck γραπτ. δυσπρόσωπον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
peu abordable, intraitable.
Étymologie: δυσ-, προσφέρω.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible al diálogo, difícil de abordar πατρὸς τὸ δυσπρόσοιστον κἀπροσήγορον στόμα S.OC 1277.

Greek Monolingual

δυσπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τον πλησιάζει κανείς.

Greek Monotonic

δυσπρόσοιστος: -ον (προσοίσομαι, Μέσ. μέλ. του προσφέρω), αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, πλησιάζεται, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσοιστος: προσοίσω досл. неприступный, перен. неприветливый, неласковый (στόμα Soph.).

Middle Liddell

δυσ-πρόσοιστος, ον [προσοίσομαι, fut. mid. of προσφέρω
hard to approach, Soph.