Δωδώνη
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ἡ, Dodona, in Epirus, the seat of the most ancient oracle of Zeus, Il.16.234, Od.14.327, Hes.Fr.134,212, A.Pr.830, etc.: heterocl. forms Δωδῶνος, -ῶνι (as if from Δωδών), S.Fr.460, Tr.172:
A Δωδώνᾱθεν Pi.N.4.53; Δωδώνηθε Call.Del.284: a nom. Δωδώ, Simm. ap.Str.8.5.3.:—Adj. Δωδωναῖος, α, ον, Il.16.233, A.Supp.258, Cratin. 5.: prov., Δωδωναῖον χαλκεῖον chatterbox, Eust.335.45:—fem. Δωδωνίς, ίδος, S.Fr.456, Hdt.2.53, Pherecyd.90 J.
Greek (Liddell-Scott)
Δωδώνη: ἡ, πόλις ἐν Ἠπείρῳ, ἕδρα τοῦ ἀρχαιοτάτου μαντείου τοῦ Διός, Ἰλ. ΙΙ. 234, Ὀδ. Ξ. 327, Τ. 296, οὗ οἱ χρησμοὶ ἐδίδοντο ἔκ τινος δρυὸς (φηγοῦ), Ἡσ. παρὰ Στράβ. 327, παρὰ τῷ Σχολ. Σοφ. Τρ. 1174, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 382, κτλ.· - Ὁ Σοφ. χάριν τοῦ μέτρου μεταχειρίζεται τοὺς ἑτεροκλίτ. τύπους Δωδῶνος, -ῶνι, -ῶνα, (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. Δωδών). Ἀποσπ. 401, Τρ. 172. - Ἐπίθ. Δωδωναῖος, α, ον, Ἰλ. Π. 233, Αἰσχύλ.· θηλ. Δωδωνίς, ίδος, Σοφ. Ἀποσπ. 401, παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Dodone, ville d’Épire, sanctuaire de Zeus.
English (Autenrieth)
Dodōna, in Epīrus, site of an ancient oracle of Zeus, Od. 14.327, Il. 2.750.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): Δωδώ, -οῦς Simm.10; Δωδών, -ῶνος S.Tr.172, Fr.455, Call.483, Euph.2
Dodona, Dodo, Dodón
I 1ciu. del Epiro que da tb. n. al oráculo y santuario de Zeus, a los pies del monte Tomaros y al sudoeste de la actual Ioannina Il.2.750, Od.14.327, Hes.Fr.319, A.Pr.658, Hdt.1.46, E.Ph.982, Ar.Au.716, X.Vect.6.2, Pl.Phdr.244b, Din.1.78, D.21.51, Ephor.20a, Arist.Mete.352a35, Plb.9.35.6, IG 22.1283.6 (III a.C.), Scymn.449, D.S.14.13, D.H.1.18, Philox.Gramm.402, D.P.430, Epaphr.39, Str.1.2.20, Aristid.Or.2.42, Plu.Pyrrh.1, c. ref. al prov. (cf. Δωδωναῖος 2) τὸ ἐν Δωδώνῃ χαλκίον Str.7.fr.3, cf. Zen.6.5, Orac.Sib.3.144.
2 ciu. de Italia, Mnaseas 20.
II mit. Dodona
1 n. de una Oceánide, Epaphr.55, Sch.Er.Il.16.233a, EM 293.9G.
2 hija de Zeus y Europa, epón. de la ciu. de Dodona en el Epiro, Eust.in D.P.428.
Greek Monotonic
Δωδώνη: ἡ, Δωδώνη, στην Ήπειρο, έδρα του αρχαιότερου μαντείου του Δία, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο Σοφ. χρησιμ. τους ετερόκλιτους τύπους Δωδῶνος, -ῶνι, -ῶνα (όπως αν προερχόταν από Δωδών)· επίθ. Δωδωναῖος, -α, -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
Δωδώνη: ἡ Додона (город в Эпире с древнейшим храмом и прорицалищем Зевса) Hom., Aesch., Her., Xen., Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a place in Epirus with old oracle of Zeus (Il.).
Other forms: Heteroclitic forms Δωδῶνος, -ι (S.).
Derivatives: Δωδωναῖος (Il.), Δωδωνίς (Hdt., S.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Illyr.
Etymology: Acc. to Steph. Byz. s. Δωδών the place had its name from the river Δωδών. The ending -ώνη could be Illyrian , s. Schwyzer 66, Krahe Die Sprache d. Illyrier 1, 107. Krahe, Sprache und Vorzeit 108, compares the river Dodo east of (the?) Deime.
Middle Liddell
Δωδώνη, ἡ,
Dodona, in Epirus, the seat of the most ancient oracle of Zeus, Hom., etc. [Soph. uses the heterocl. forms Δωδῶνος, -ῶνι, -ῶνα (as if from Δωδών).]