ἐγκέλευμα

From LSJ
Revision as of 21:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκέλευμα Medium diacritics: ἐγκέλευμα Low diacritics: εγκέλευμα Capitals: ΕΓΚΕΛΕΥΜΑ
Transliteration A: enkéleuma Transliteration B: enkeleuma Transliteration C: egkelevma Beta Code: e)gke/leuma

English (LSJ)

or ἐγκέλ-ευσμα, ατος, τό,

   A encouragement, X.Cyn.6.24, Cic. Att.6.1.8.

German (Pape)

[Seite 707] τό, v. l. für das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέλευμα: ἢ -ευσμα, τό, παραθάρρυνσις, παρακέλευσις, προτροπή, παρακίνησις, Ξεν. Κυν. 6, 24, Κικ. π. Ἀττ. 6. 1, 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
encouragement.
Étymologie: ἐγκελεύω.

Greek Monolingual

ἐγκέλευμα και ἐγκέλευσμα, το (Α)
προτροπή, ενθάρρυνση, παρακίνηση.

Greek Monotonic

ἐγκέλευμα: ή -ευσμα, τό, προτροπή, παρακίνηση, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἐγκελεύω
an encouragement, Xen.