ἐλευθερωτής

From LSJ
Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθερωτής Medium diacritics: ἐλευθερωτής Low diacritics: ελευθερωτής Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ
Transliteration A: eleutherōtḗs Transliteration B: eleutherōtēs Transliteration C: eleftherotis Beta Code: e)leuqerwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A liberator, Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.

German (Pape)

[Seite 796] ὁ, der Befreier, Luc. Vit. auct. 8 u. 86.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθερῶν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8, Δίων Κ. 41. 57.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἐλευθερόω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 libertador ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.Vit.Auct.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.Tract.242.14
crist. libertador, redentor de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.VC 2.30.1, frec. de Cristo ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας A.Thom.A 142, cf. Ast.Soph.Hom.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.Hom.M.43.440D.
2 jur. manumisor οἱ ... τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.Nou.22.8, cf. 78.4, Cod.Iust.6.4.4.24.

Greek Monolingual

ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής)
αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον
νεοελλ.
1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής
2. θηλ. Ελευθερώτρια, η
προσωνυμία της Θεοτόκου και τύπος εικόνας προς τιμήν της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική κατοχή.

Greek Monotonic

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθερωτής: οῦ ὁ освободитель Luc.

Middle Liddell

ἐλευθερωτής, οῦ, [from ἐλευθέρωσις
a liberator, Luc.