ἐπάχθομαι

From LSJ
Revision as of 22:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάχθομαι Medium diacritics: ἐπάχθομαι Low diacritics: επάχθομαι Capitals: ΕΠΑΧΘΟΜΑΙ
Transliteration A: epáchthomai Transliteration B: epachthomai Transliteration C: epachthomai Beta Code: e)pa/xqomai

English (LSJ)

   A to be annoyed at .., κακοῖς E.Hipp.1260.

German (Pape)

[Seite 907] (s. ἄχθομαι), sich belästigt fühlen, betrübt sein, κακοῖς Eur. Hipp. 1260.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάχθομαι: ἄχθομαι ἐπί τινι, οὔθ’ ἥδομαι τοῖσδ’ οὔτ’ ἐπάχθομαι Εὐρ. Ἱππ. 1260.

French (Bailly abrégé)

s’affliger de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἄχθομαι.

Greek Monolingual

ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτιἥδομαι τοῑσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῑς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].

Greek Monotonic

ἐπάχθομαι: Παθ., ενοχλούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάχθομαι: быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).

Middle Liddell


Pass. to be annoyed at a thing, c. dat., Eur.