εὐρώς

From LSJ
Revision as of 22:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρώς Medium diacritics: εὐρώς Low diacritics: ευρώς Capitals: ΕΥΡΩΣ
Transliteration A: eurṓs Transliteration B: eurōs Transliteration C: evros Beta Code: eu)rw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ,

   A mould, dank decay, Thgn.452, Simon.4.4, B.Fr.3.8, E.Ion1393, Pl.Ti.84b, Arist.GA784b10, Theoc.4.28, Call.Fr.313, Ph.2.461; εὐρὼς ψυχῆς Plu.2.48c; εὐρῶτι γήρως τὰς τρίχας βεβαμμένος Com.Adesp.53 D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρώς: -ῶτος, ὁ, «μοῦχλα», ὑγρασία μετὰ σήψεως, σηπεδών, φθορά, Λατ. situs, squalor, Θέογν. 452, Σιμωνίδ. 5. 4, Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 13. 11 (ἔκδ. Blass), Εὐρ. Ἴων 1393, Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. μάλιστα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5, 4, 5 κἑξ· εὐρώς ψυχῆς Πλούτ. 2. 48C· ἴδε εὐρώεις.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ἡ) :
moisissure ; saleté, pourriture causée par l’humidité.
Étymologie: cf. εὐρώεις.

Greek Monotonic

εὐρώς: -ῶτος, ὁ, σήψη, μούχλα, φθορά, αποσύνθεση, σάπισμα, Λατ. situs, squalor, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρώς: ῶτος ὁ
1) плесень Theocr.;
2) перен. гниение, тлен Eur., Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

!εὐρώς, ῶτος,
mould, dank decay, Lat. situs, squalor, Theogn., Eur., etc.