Θόωσα

From LSJ
Revision as of 23:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Thoôsa « la rapide », f. OD;
2 la Rapidité personnifiée.
Étymologie: θοός.

English (Autenrieth)

a nymph, the daughter of Phorcys, and mother of Polyphēmus.

Greek Monolingual

Θόωσα, ἡ (Α) θοός
μόνο ως κύριο όν.. νύμφη, κόρη του Φόρκυνος, μητέρα του Κύκλωπα Πολυφήμου, προσωποποίηση της ταχύτητας.

Greek Monotonic

Θόωσα: ἡ (θοός), η Ταχύτητα, σαν κύριο όνομα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

Θόωσα: ἡ Тооса
1) нимфа, родившая от Посидона киклопа Полифема Hom.;
2) олицетворенная быстрота Emped.

Middle Liddell

Θόωσα, ἡ, θοός
speed, as prop. n., Od.