θρυαλλίδιον
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Luc.Tim.14.
German (Pape)
[Seite 1220] τό, dim. zum Folgdn, Luc. Tim. 14.
Greek (Liddell-Scott)
θρυαλλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρυαλλίς, Λουκ. Τίμ. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite mèche de lampe.
Étymologie: θρυαλλίς.
Spanish
Greek Monolingual
θρυαλλίδιον, τὸ (Α)
φιτιλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρυαλλίς -ίδος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. αρν-ίον βιβλ-ίον)].
Greek Monotonic
θρυαλλίδιον: τό, υποκορ. του θρυαλλίς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θρυαλλίδιον: τό маленький фитиль, фитилек (sc. λυχνιδίου Luc.).
Middle Liddell
θρυαλλίδιον, ου, τό, [Dim. of θρυαλλίς, Luc.]